Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός visibly
συγκριτικός more visibly
υπερθετικός most visibly

  Ετυμολογία επεξεργασία

visibly < visible + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

visibly (en)

  • εμφανώς
    visibly better/bigger/smaller - εμφανώς καλύτερος/μεγαλύτερος/μικρότερος
    He has visibly improved.
    Έχει εμφανώς βελτιωθεί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obviously

  Πηγές επεξεργασία