παραθετικά
θετικός visible
συγκριτικός more visible
υπερθετικός most visible

  Επίθετο

επεξεργασία

visible (en)

  • ορατός, που μπορεί να δει κάποιος
    ⮡  visible to the naked eye - ορατός δια γυμνού οφθαλμού
    ⮡  The eclipse of the sun will be visible in Greece.
    Η έκλειψη του ηλίου θα είναι ορατή στην Ελλάδα.

Αντώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
visible < λατινική visibilis < videre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vi.zibl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
visible visibles

visible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία