παραθετικά
θετικός visible
συγκριτικός more visible
υπερθετικός most visible

visible (en)

  • ορατός, που μπορεί να δει κάποιος
      visible to the naked eye - ορατός δια γυμνού οφθαλμού
      The eclipse of the sun will be visible in Greece.
    Η έκλειψη του ηλίου θα είναι ορατή στην Ελλάδα.

Αντώνυμα

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
visible visibles

visible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία