Ετυμολογία

επεξεργασία
visibility < visible + -ity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

visibility (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ορατότητα
    ⮡  good/poor/reduced/unrestricted visibility - καλή/κακή/μειωμένη/απεριόριστη ορατότητα