παραθετικά
θετικός clearly
συγκριτικός more clearly
υπερθετικός most clearly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
clearly < clear + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

clearly (en)

  1. καθαρά, σαφώς, με τρόπο που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω
    ⮡  I am hearing/seeing clearly.
    Ακούω/βλέπω καθαρά.
    ⮡  Small children don’t speak clearly.
    Τα μικρά παιδιά δε μιλούν καθαρά.
    ⮡  The city is clearly visible.
    Διακρίνεται σαφώς η πόλη.
  2. καθαρά, σαφώς, ξεκάθαρα, εμφανώς, με τρόπο λογικό και εύκολο να κατανοηθεί
    ⮡  They are clearly against us!
    Αυτοί είναι καθαρά εναντίον μας!
    ⮡  She writes clearly.
    Γράφει καθαρά.
    ⮡  His innocence is clearly seen from his testimony.
    Από τις καταθέσεις φαίνεται καθαρά η αθωότητά του.
    ⮡  It was clearly stated that…
    Δηλώθηκε σαφώς ότι…
    ⮡  clearly expressed comments - ξεκάθαρα διατυπωμένα σχόλια
    ⮡  clearly different - εμφανώς διαφορετικός
  3. ξεκάθαρα, σαφώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι προφανές και αληθινό
    ⮡  Clearly, we have work to do to achieve our aims.
    Ξεκάθαρα, έχουμε δουλειά να κάνουμε για να πετύχουμε τους στόχους μας.
    ⮡  It is clearly superior/inferior/better.
    Είναι σαφώς ανώτερος/κατώτερος/καλύτερος.

Συνώνυμα

επεξεργασία