ξεκάθαρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξεκάθαρα < ξεκάθαρ(ος) + -α
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kseˈka.θa.ɾa/
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ξεκάθαρα
- με σαφήνεια, χωρίς αοριστολογίες
- Θα το πω ξεκάθαρα: αυτός έδιωξε τον κόσμο από το γήπεδο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξεκάθαρα
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ξεκάθαρα
- ξεκάθαρο, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού