ξάστερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξάστερα < ξάστερος
Επίρρημα
επεξεργασίαξάστερα
- καθαρά, ντόμπρα, ρητά, με σαφήνεια, χωρίς υπεκφυγές (συνήθως για λέξεις, φραστικές τοποθετήσεις σε ένα ζήτημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξάστερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξάστερο