plainly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | plainly |
συγκριτικός | more plainly |
υπερθετικός | most plainly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαplainly (en)
- καθαρά, με τρόπο που είναι εύκολο να δει κανείς, να ακούσει, να καταλάβει ή να πιστέψει
- απερίφραστα, με απλά λόγια να πει κάτι με απερίφραστος και ειλικρινή τρόπο
- ⮡ I told him plainly what opinion I had of him.
- Του είπα απερίφραστα τι γνώμη είχα γι' αυτόν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
- ⮡ I told him plainly what opinion I had of him.
- απλά, χωρίς το περιττό
- ⮡ He always dresses plainly.
- Ντύνεται πάντα απλά.
- ⮡ He always dresses plainly.