παραθετικά
θετικός plainly
συγκριτικός more plainly
υπερθετικός most plainly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
plainly < plain + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

plainly (en)

  1. καθαρά, με τρόπο που είναι εύκολο να δει κανείς, να ακούσει, να καταλάβει ή να πιστέψει
    ⮡  From this point, the mountains are plainly visible.
    Από το σημείο αυτό διακρίνονται καθαρά τα βουνά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obviously
  2. απερίφραστα, με απλά λόγια να πει κάτι με απερίφραστος και ειλικρινή τρόπο
    ⮡  I told him plainly what opinion I had of him.
    Του είπα απερίφραστα τι γνώμη είχα γι' αυτόν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
  3. απλά, χωρίς το περιττό
    ⮡  He always dresses plainly.
    Ντύνεται πάντα απλά.