Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plain plains

plain (en)

  1. (γεωγραφία) η πεδιάδα

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός plain
συγκριτικός plainer
υπερθετικός plainest

plain (en)

  1. απλός
  2. προφανής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obvious
  3. ώμος, (λαϊκό) σταράτος