plain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plain | plains |
plain (en)
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | plain |
συγκριτικός | plainer |
υπερθετικός | plainest |
plain (en)
ενικός | πληθυντικός |
plain | plains |
plain (en)
παραθετικά | |
θετικός | plain |
συγκριτικός | plainer |
υπερθετικός | plainest |
plain (en)