σταράτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σταράτος (σημασία λόγια) < πιθανόν αστεράτος < μεσαιωνική ελληνική ἀστεράτος[1][2]. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος
- σταράτος (σημασία σταρένιος) < σιτάρι, στάρ(ι) + -άτος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /staˈɾa.tɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σταράτος
- για λόγο που διατυπώνεται χωρίς υπονοούμενα και υπεκφυγές
- ≈ συνώνυμα: σαφής, ειλικρινής, ντόμπρος
- που σχετίζεται με το στάρι
- για επιδερμίδα που έχει ένα πολύ ελαφρά σκούρο χρώμα
- για σταρένιο ψωμί
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σταράτος
Επεξεργασία
- ↑ «σταράτος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.