↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπονοούμενο τα υπονοούμενα
      γενική του υπονοούμενου των υπονοούμενων
    αιτιατική το υπονοούμενο τα υπονοούμενα
     κλητική υπονοούμενο υπονοούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπονοούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής υπονοούμενος, του παθητικού ενεστώτα του ρήματος υπονοώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπονοούμενο ουδέτερο

  • αυτό που δεν λέγεται ανοιχτά και ξεκάθαρα, αλλά υπονοείται, όπως π.χ. μια έμμεση κατηγορία
    ⮡  Συνεχώς άφηνε υπονοούμενα για τη σχέση του με την πρώην γυναίκα του, αλλά ποτέ δεν την κατηγόρησε ευθέως.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία