υπονοούμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπονοούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής υπονοούμενος, του παθητικού ενεστώτα του ρήματος υπονοώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπονοούμενο ουδέτερο
- αυτό που δεν λέγεται ανοιχτά και ξεκάθαρα, αλλά υπονοείται, όπως π.χ. μια έμμεση κατηγορία
- ⮡ Συνεχώς άφηνε υπονοούμενα για τη σχέση του με την πρώην γυναίκα του, αλλά ποτέ δεν την κατηγόρησε ευθέως.