sous-entendu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sous-entendu < sous-entendre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sous-entendu | sous-entendus |
sous-entendu (fr) αρσενικό
- ο υπαινιγμός (με αρνητική έννοια), το υπονοούμενο
- ses sous-entendus permanents me fatiguent - με κουράζουν οι διαρκείς υπαινιγμοί του