Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sous-entendu < sous-entendre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sous-entendu sous-entendus

sous-entendu (fr) αρσενικό

  1. ο υπαινιγμός (με αρνητική έννοια), το υπονοούμενο
    ses sous-entendus permanents me fatiguent - με κουράζουν οι διαρκείς υπαινιγμοί του

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία