Ουσιαστικό

επεξεργασία

insinuation (en)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
insinuation < λατινική insinuatio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.si.nɥa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insinuation insinuations

insinuation (fr) θηλυκό

  • ο υπαινιγμός (με αρνητική έννοια)
    ses insinuations permanentes me fatiguent - με κουράζουν οι διαρκείς υπαινιγμοί του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία