υπονοούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπονοούμενος < ελληνιστική κοινή ὑπονοούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνική ) ὑπονοέω / ὑπονοῶ
Μετοχή
επεξεργασίαυπονοούμενος, -η, -ο
- που υπονοείται, που λέγεται με έμμεσο ή ασαφή τρόπο
- ※ Παράδειγμα 1. Ο Γιάννης και η Μαρία είναι παντρεμένοι. [...] Πρώτη ερμηνεία: Ο Γιάννης και η Μαρία είναι παντρεμένοι μεταξύ τους. Δεύτερη ερμηνεία: Ο Γιάννης είναι παντρεμένος και η Μαρία είναι παντρεμένη. [...]
- Οι δύο διαφορετικές αυτές ερμηνείες οφείλονται στον ασαφή συνδετικό ρόλο που διαδραματίζει στη συγκεκριμένη πρόταση ο λογικός τελεστής ΚΑΙ. Δεν είναι σαφές από τη διατύπωση, αν ο τελεστής συνδέει δύο υποκείμενα μιας κύριας πρότασης (πρώτη ερμηνεία) ή αν συνδέει δύο υπονοούμενες κύριες προτάσεις (δεύτερη ερμηνεία).
- Διδακτικά βιβλία στο greek‑language.gr
Παράγωγα
επεξεργασία- υπονοούμενο (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπονοούμενος
|