ὑπονοούμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
ὑπονοούμενος, -η, -ον
- συνηρημένη μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὑπονοέω
- ※ Aποθανόντος οὖν ἐν τῷ μεταξὺ τοῦ νεανίσκου τὰ βιβλία παρά τισιν ἦν, ὑπονοούμενα τῆς ἐμῆς ἕξεως εἶναι, καί τις ἠλέγχθη προοίμιόν τι τεθεικὼς αὐτοῖς εἶτ' ἀναγιγνώσκων ὡς ἴδια. (Γαληνός, Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων, 19.17.8–12)