↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστεράτος η αστεράτη το αστεράτο
      γενική του αστεράτου της αστεράτης του αστεράτου
    αιτιατική τον αστεράτο την αστεράτη το αστεράτο
     κλητική αστεράτε αστεράτη αστεράτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστεράτοι οι αστεράτες τα αστεράτα
      γενική των αστεράτων των αστεράτων των αστεράτων
    αιτιατική τους αστεράτους τις αστεράτες τα αστεράτα
     κλητική αστεράτοι αστεράτες αστεράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστεράτος < μεσαιωνική ελληνική ἀστεράτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.steˈɾa.tos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αστεράτος

  1. (για ζώα) που έχει άσπρο σημάδι στο μέτωπο
     συνώνυμα: αστρομέτωπος
  2. (λογοτεχνικό) αστέρινος, έναστρος
  3. (λογοτεχνικό) λαμπερός
  4. (για μοτίβο) με αστεράκια
  5. (στρατιωτική αργκό) υψηλόβαθμος αξιωματικός (του οποίου τα διακριτικά έχουν αστέρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία