άσπρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσπρος | η | άσπρη | το | άσπρο |
γενική | του | άσπρου | της | άσπρης | του | άσπρου |
αιτιατική | τον | άσπρο | την | άσπρη | το | άσπρο |
κλητική | άσπρε | άσπρη | άσπρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσπροι | οι | άσπρες | τα | άσπρα |
γενική | των | άσπρων | των | άσπρων | των | άσπρων |
αιτιατική | τους | άσπρους | τις | άσπρες | τα | άσπρα |
κλητική | άσπροι | άσπρες | άσπρα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσπρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄσπρος[1] < λατινική asper < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂esp- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.spɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σπρος
Επίθετο
επεξεργασίαάσπρος, -η, -ο (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά)
- που έχει το χρώμα όταν αντανακλώνται όλες οι ακτίνες φωτός πάνω σε ένα σώμα
- ⮡ άσπρο χρώμα του χιονιού
- ανοιχτόχρωμος σε αντιδιαστολή με σκουρόχρωμο του ίδιου είδους
- ⮡ άσπρα κρέατα είναι τα πουλερικά, ενώ κόκκινα κρέατα είναι τα μοσχαρίσια και τα βοδινά
- που δεν είναι μελαχρινός
Σημειώσεις
επεξεργασία- παραθετικά: περιφραστικά, ή χρησιμοποιούνται τα παραθετικά του λευκός
- αντιδιαστολή με το μαύρος
Συνώνυμα
επεξεργασία- λευκός (με παραθετικά)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασπράδι
- άσπρη (θηλυκό)
- ασπριδερός
- ασπρίζω
- ασπρίλα
- άσπρισμα
- ασπριτζής
- άσπρο (ουδέτερο)
- ασπρούλης
- ασπρουλός
- ασπρούλικος
- ασπρούτσικος
Σύνθετα
επεξεργασία- ασπρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ασπρο- στο Βικιλεξικό
- κάτασπρος
- ξασπρίζω
- ξέξασπρος
- ολόασπρος
- μαυρόασπρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία άσπρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άσπρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας