ασπρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπρίζω < άσπρος
Ρήμα
επεξεργασίαασπρίζω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει άσπρο, λευκό
- (αμετάβατο) αποκτώ άσπρο χρώμα
- (αμετάβατο) τα μαλλιά μου γίνονται άσπρα
- ※ Η μεγαλόσωμη αρχόντισσα είχε ασπρίσει σε λίγα εικοσιτετράωρα, όταν έμαθε για ποιο λόγο δεν είχε γυρίσει απ’ την εκδρομή του ο μοναχογιός της. (Τάσος Αθανασιάδης (2004) Η αίθουσα του θρόνου [μυθιστόρημα])
- (μεταβατικό) ασβεστώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασπρίζω | άσπριζα | θα ασπρίζω | να ασπρίζω | ασπρίζοντας | |
β' ενικ. | ασπρίζεις | άσπριζες | θα ασπρίζεις | να ασπρίζεις | άσπριζε | |
γ' ενικ. | ασπρίζει | άσπριζε | θα ασπρίζει | να ασπρίζει | ||
α' πληθ. | ασπρίζουμε | ασπρίζαμε | θα ασπρίζουμε | να ασπρίζουμε | ||
β' πληθ. | ασπρίζετε | ασπρίζατε | θα ασπρίζετε | να ασπρίζετε | ασπρίζετε | |
γ' πληθ. | ασπρίζουν(ε) | άσπριζαν ασπρίζαν(ε) |
θα ασπρίζουν(ε) | να ασπρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άσπρισα | θα ασπρίσω | να ασπρίσω | ασπρίσει | ||
β' ενικ. | άσπρισες | θα ασπρίσεις | να ασπρίσεις | άσπρισε | ||
γ' ενικ. | άσπρισε | θα ασπρίσει | να ασπρίσει | |||
α' πληθ. | ασπρίσαμε | θα ασπρίσουμε | να ασπρίσουμε | |||
β' πληθ. | ασπρίσατε | θα ασπρίσετε | να ασπρίσετε | ασπρίστε | ||
γ' πληθ. | άσπρισαν ασπρίσαν(ε) |
θα ασπρίσουν(ε) | να ασπρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασπρίσει | είχα ασπρίσει | θα έχω ασπρίσει | να έχω ασπρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασπρίσει | είχες ασπρίσει | θα έχεις ασπρίσει | να έχεις ασπρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασπρίσει | είχε ασπρίσει | θα έχει ασπρίσει | να έχει ασπρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασπρίσει | είχαμε ασπρίσει | θα έχουμε ασπρίσει | να έχουμε ασπρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασπρίσει | είχατε ασπρίσει | θα έχετε ασπρίσει | να έχετε ασπρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασπρίσει | είχαν ασπρίσει | θα έχουν ασπρίσει | να έχουν ασπρίσει |
|