Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
blanchir
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
blanchir
<
παλαιά γαλλική
blanchir
<
blanche
+
-ir
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
blanchir
(fr)
λευκαίνω
,
ασπρίζω
,
ξασπρίζω
≠
αντώνυμα
:
noircir
αθωώνω
il a été
blanchi
par la justice - η δικαιοσύνη τον
αθώωσε
≈
συνώνυμα
:
acquitter
,
disculper
,
innocenter
,
réhabiliter
ξεπλένω
blanchir
l'argent sale -
ξεπλένω
το βρόμικο χρήμα
(
μαγειρική
) ρίχνω σε ένα τρόφιμο
βραστό
νερό ώστε να αποβάλει την
πικράδα
του,
μπλανσάρω