Ετυμολογία

επεξεργασία
blanchir < παλαιά γαλλική blanchir < blanche + -ir

  Προφορά

επεξεργασία
 

blanchir (fr)

  1. λευκαίνω, ασπρίζω, ξασπρίζω
     αντώνυμα: noircir
  2. αθωώνω
    il a été blanchi par la justice - η δικαιοσύνη τον αθώωσε
     συνώνυμα: acquitter, disculper, innocenter, réhabiliter
  3. ξεπλένω
    blanchir l'argent sale - ξεπλένω το βρόμικο χρήμα
  4. (μαγειρική) ρίχνω σε ένα τρόφιμο βραστό νερό ώστε να αποβάλει την πικράδα του, μπλανσάρω