βραστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βραστός | η | βραστή | το | βραστό |
γενική | του | βραστού | της | βραστής | του | βραστού |
αιτιατική | τον | βραστό | τη | βραστή | το | βραστό |
κλητική | βραστέ | βραστή | βραστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βραστοί | οι | βραστές | τα | βραστά |
γενική | των | βραστών | των | βραστών | των | βραστών |
αιτιατική | τους | βραστούς | τις | βραστές | τα | βραστά |
κλητική | βραστοί | βραστές | βραστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βραστός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβραστός
- μαγειρεμένος με βράση