boiled
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | boiled |
συγκριτικός | more boiled |
υπερθετικός | most boiled |
Επίθετο
επεξεργασίαboiled (en)
- βραστός, μαγειρεμένος με βράσιμο
- ⮡ boiled eggs - βραστά αυγά
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαboiled (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 175. ISBN 9780194325684., λήμμα: βραστός