boil
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boil | boils |
boil (en)
- το σημείο του δέρματος όπου συγκεντρώνεται πύον λόγω κάποιας μόλυνσης
- βρασμός
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | boil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | boils |
αόριστος | boiled |
παθητική μετοχή | boiled |
ενεργητική μετοχή | boiling |
boil (en)
- βράζω
- ↪ I am boiling eggs.
- Βράζω αυγά.
- ↪ I am boiling eggs.
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 174. ISBN 9780194325684., λήμμα: βράζω