βράση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βράση | οι | βράσεις |
γενική | της | βράσης* | των | βράσεων |
αιτιατική | τη | βράση | τις | βράσεις |
κλητική | βράση | βράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βράση < (ελληνιστική κοινή) βράσις < βράζω < αρχαία ελληνική βράσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βράση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βράζω
- (μεταφορικά) ζωντάνια
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βράζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
βράση