Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκαίνω < αρχαία ελληνική λευκαίνω < λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewk-

λευκαίνω

  1. κάνω κάτι λευκό
  2. γίνομαι λευκός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία