λευκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λευκός | η | λευκή | το | λευκό |
γενική | του | λευκού | της | λευκής | του | λευκού |
αιτιατική | τον | λευκό | τη | λευκή | το | λευκό |
κλητική | λευκέ | λευκή | λευκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λευκοί | οι | λευκές | τα | λευκά |
γενική | των | λευκών | των | λευκών | των | λευκών |
αιτιατική | τους | λευκούς | τις | λευκές | τα | λευκά |
κλητική | λευκοί | λευκές | λευκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λευκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewk- (λευκός, λαμπρός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lefˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαλευκός, -ή, -ό
- που έχει λευκό χρώμα
- που έχει ανοιχτόχρωμο δέρμα, που ανήκει στη λεγόμενη λευκή φυλή, σε αντίθεση με τους Αφρικανούς ή τους Ασιάτες
- (μεταφορικά) άγραφος, καθαρός, μη βεβαρυμένος
- ↪ Στις εξετάσεις, παρέδωσε λευκή κόλλα.
- ↪ λευκό ποινικό μητρώο
- (ουσιαστικοποιημένο) λευκοί
- η λεγόμενη λευκή φυλή
- (ιστορία στον πληθυντικό) αθλητική ομάδα του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο → δείτε τη λέξη λευκοί
Εκφράσεις
επεξεργασία(Χρειάζεται μεταφορά των ορισμών στις σελίδες τους)
- εν λευκώ: με λευκή - ανύπαρκτη - δέσμευση, ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό, χωρίς όρους
- λευκή απεργία] η απεργία κατά την οποία οι εργαζόμενοι παραμένουν στον εργασιακό τους χώρο
- λευκή επιταγή: επιταγή στην οποία ο εκδότης δεν αναγράφει το ποσό που πρέπει να εισπράξει ο κομιστής, επομένως μπορεί ο τελευταίος να συμπληρώσει το κενό κατά βούληση
- λευκή κόλλα
- λευκή νύχτα μια νύχτα αϋπνίας ή μια νύχτα χωρίς σεξουαλική επαφή
- λευκή συσκευή, λευκές συσκευές
- λευκή ψήφος
- λευκό ειδύλλιο φλερτ που δεν ολοκληρώνεται με συνουσία
- Ο Νίτσε δεν είχε λευκό ειδύλλιο με την Λου Σαλομέ αλλά μονομερές φαντασιακό ειδύλλιο, πράγμα σαφέστατα διαφορετικό. Ο ίδιο το ξεπέρασε κοιτώντας μπροστά, ενώ άλλοι (Irvin Yalom) τον γύμνωσαν καθώς έκλεγε. (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος και μεταφορά στη σελίδα του)
- λευκό κελί
- λευκό ψηφοδέλτιο
- λευκό αιμοσφαίριο
- λευκός γάμος γάμος που δεν ολοκληρώνεται με συνουσία (να μην συγχέεται με τον εικονικό γάμο)
- λευκός θάνατος η ηρωίνη ή ο θάνατος από ναρκωτικά
- Λευκός Πύργος
Συνώνυμα
επεξεργασία- άσπρος (στις κυριολεκτικές σημασίες)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λευκ-
λευκ-
- λεύκα
- λευκάζω
- λευκαίνω
- λεύκανση
- λευκαντήριο
- λευκαντικός
- λεύκασμα
- λεύκη
- λευκότητα
- λεύκωμα & συγγενικά
Σύνθετα
επεξεργασία-λευκος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λευκος στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
όπως ενδεικτικά |
λεύκωμα, λευκωματ- |
- Όροι με λευκ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λευκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λευκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- (ουσιαστικοποιημένο) στον πληθυντικό αθλητική ομάδα του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο → δείτε τη λέξη λευκοί
Πηγές
επεξεργασία- λευκός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- λεῦκος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
και πολλά σύνθετα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λευκός | ἡ | λευκή | τὸ | λευκόν |
γενική | τοῦ | λευκοῦ | τῆς | λευκῆς | τοῦ | λευκοῦ |
δοτική | τῷ | λευκῷ | τῇ | λευκῇ | τῷ | λευκῷ |
αιτιατική | τὸν | λευκόν | τὴν | λευκήν | τὸ | λευκόν |
κλητική ὦ! | λευκέ | λευκή | λευκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | λευκοί | αἱ | λευκαί | τὰ | λευκᾰ́ |
γενική | τῶν | λευκῶν | τῶν | λευκῶν | τῶν | λευκῶν |
δοτική | τοῖς | λευκοῖς | ταῖς | λευκαῖς | τοῖς | λευκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | λευκούς | τὰς | λευκᾱ́ς | τὰ | λευκᾰ́ |
κλητική ὦ! | λευκοί | λευκαί | λευκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λευκώ | τὼ | λευκᾱ́ | τὼ | λευκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | λευκοῖν | τοῖν | λευκαῖν | τοῖν | λευκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewk- (λευκός, λαμπρός).[1] Συγγενή: λατινική lux, σανσκριτική रोचते (rocate), λυκιακή լոյս (loys), αγγλοσαξονική lēoht, αγγλική light
Επίθετο
επεξεργασίαλευκός, -ή, -όν
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λευκ-
λευκ-
παράγωγα: |
σύνθετα -λευκος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λευκος στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά λευκωματ- → δείτε τη λέξη λεύκωμα |
και πάνω από 200 Λέξεις με λευκ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Διαφορετικής ετυμολογίας το γλεῦκος
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λευκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λευκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.