Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίλευκος η ημίλευκη το ημίλευκο
      γενική του ημίλευκου της ημίλευκης του ημίλευκου
    αιτιατική τον ημίλευκο την ημίλευκη το ημίλευκο
     κλητική ημίλευκε ημίλευκη ημίλευκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίλευκοι οι ημίλευκες τα ημίλευκα
      γενική των ημίλευκων των ημίλευκων των ημίλευκων
    αιτιατική τους ημίλευκους τις ημίλευκες τα ημίλευκα
     κλητική ημίλευκοι ημίλευκες ημίλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημίλευκος < ημι- + λευκός

  Επίθετο επεξεργασία

ημίλευκος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία