Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωχρόλευκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ωχρόλευκ
ος
η
ωχρόλευκ
η
το
ωχρόλευκ
ο
γενική
του
ωχρόλευκ
ου
της
ωχρόλευκ
ης
του
ωχρόλευκ
ου
αιτιατική
τον
ωχρόλευκ
ο
την
ωχρόλευκ
η
το
ωχρόλευκ
ο
κλητική
ωχρόλευκ
ε
ωχρόλευκ
η
ωχρόλευκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ωχρόλευκ
οι
οι
ωχρόλευκ
ες
τα
ωχρόλευκ
α
γενική
των
ωχρόλευκ
ων
των
ωχρόλευκ
ων
των
ωχρόλευκ
ων
αιτιατική
τους
ωχρόλευκ
ους
τις
ωχρόλευκ
ες
τα
ωχρόλευκ
α
κλητική
ωχρόλευκ
οι
ωχρόλευκ
ες
ωχρόλευκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωχρόλευκος
<
ωχρός
+
λευκός
Επίθετο
επεξεργασία
ωχρόλευκος, -η, -ο
που έχει απόχρωση ανάμεσα στο
ωχρό
και το
λευκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωχρόλευκος