Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λευκοσίδηρος οι λευκοσίδηροι
      γενική του λευκοσίδηρου
λευκοσιδήρου
των λευκοσίδηρων
λευκοσιδήρων
    αιτιατική τον λευκοσίδηρο τους λευκοσίδηρους
λευκοσιδήρους
     κλητική λευκοσίδηρε λευκοσίδηροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκοσίδηρος < λευκο- + σίδηρος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fer-blanc) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lef.koˈsi.ði.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐κο‐σί‐δη‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκοσίδηρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λευκός και σίδηρος

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία