λευκοσιδηρουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λευκοσιδηρουργός < λευκοσίδηρ(ος) + -ουργός (απόδοση για τη γαλλική ferblantier)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lef.ko.si.di.ɾuɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κο‐σι‐δη‐ρουρ‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλευκοσιδηρουργός αρσενικό
- (επάγγελμα) που φτιάχνει αντικείμενα από λευκοσίδηρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- λευκοσιδηρουργείο
- λευκοσιδηρουργία
- → δείτε τις λέξεις λευκοσίδηρος, λευκός και σίδηρος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λευκοσιδηρουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας