πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανοποιός οι φανοποιοί
      γενική του φανοποιού των φανοποιών
    αιτιατική τον φανοποιό τους φανοποιούς
     κλητική φανοποιέ φανοποιοί
Συνήθως αρσενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φανοποιός < φαν(ός) + -ο- + -ποιός[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανοποιός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία