Δείτε επίσης: Φανός, Φάνος, Φᾶνος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανός οι φανοί
      γενική του φανού των φανών
    αιτιατική τον φανό τους φανούς
     κλητική φανέ φανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
φᾱνο-
ονομαστική φανός φανή τὸ φανόν
      γενική τοῦ φανοῦ τῆς φανῆς τοῦ φανοῦ
      δοτική τῷ φαν τῇ φαν τῷ φαν
    αιτιατική τὸν φανόν τὴν φανήν τὸ φανόν
     κλητική ! φανέ φανή φανόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φανοί αἱ φαναί τὰ φανᾰ́
      γενική τῶν φανῶν τῶν φανῶν τῶν φανῶν
      δοτική τοῖς φανοῖς ταῖς φαναῖς τοῖς φανοῖς
    αιτιατική τοὺς φανούς τὰς φανᾱ́ς τὰ φανᾰ́
     κλητική ! φανοί φαναί φανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φανώ τὼ φανᾱ́ τὼ φανώ
      γεν-δοτ τοῖν φανοῖν τοῖν φαναῖν τοῖν φανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

φανός, -ή, -όν

  1. φωτεινός, λαμπρός
  2. (για ρούχα) καθαρός, πλυμένος
    χρειάζεται παράθεμα Αριστοφάνης
  3. (μεταφορικά) εύθυμος, χαρωπός
  4. (μεταφορικά) πασιφανής

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.