φανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φανός | οι | φανοί |
γενική | του | φανού | των | φανών |
αιτιατική | τον | φανό | τους | φανούς |
κλητική | φανέ | φανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φανός (δαυλός), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική torch [1] Συγκρίνετε με το φανάρι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανός αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φανάρι και φαεινός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φανός < συνηρημένος τύπος του φαεινός < φάος. Και ουσιαστικοποιημένο [1]
Επίθετο
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
φᾱνο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | φανός | ἡ | φανή | τὸ | φανόν | |
γενική | τοῦ | φανοῦ | τῆς | φανῆς | τοῦ | φανοῦ | |
δοτική | τῷ | φανῷ | τῇ | φανῇ | τῷ | φανῷ | |
αιτιατική | τὸν | φανόν | τὴν | φανήν | τὸ | φανόν | |
κλητική ὦ! | φανέ | φανή | φανόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | φανοί | αἱ | φαναί | τὰ | φανᾰ́ | |
γενική | τῶν | φανῶν | τῶν | φανῶν | τῶν | φανῶν | |
δοτική | τοῖς | φανοῖς | ταῖς | φαναῖς | τοῖς | φανοῖς | |
αιτιατική | τοὺς | φανούς | τὰς | φανᾱ́ς | τὰ | φανᾰ́ | |
κλητική ὦ! | φανοί | φαναί | φανᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φανώ | τὼ | φανᾱ́ | τὼ | φανώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | φανοῖν | τοῖν | φαναῖν | τοῖν | φανοῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
φανός, -ή, -όν
- φωτεινός, λαμπρός
- (για ρούχα) καθαρός, πλυμένος
- → χρειάζεται παράθεμα Αριστοφάνης
- (μεταφορικά) εύθυμος, χαρωπός
- (μεταφορικά) πασιφανής
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φαεινός, φαίνω και φάος
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φανός | οἱ | φανοί |
γενική | τοῦ | φανοῦ | τῶν | φανῶν |
δοτική | τῷ | φανῷ | τοῖς | φανοῖς |
αιτιατική | τὸν | φανόν | τοὺς | φανούς |
κλητική ὦ! | φανέ | φανοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φανώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φανοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φανός συνήθως αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.