δαυλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δαυλός | οι | δαυλοί |
γενική | του | δαυλού | των | δαυλών |
αιτιατική | τον | δαυλό | τους | δαυλούς |
κλητική | δαυλέ | δαυλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δαυλός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαυλός αρσενικό
- κομμάτι ξύλου στην άκρη του οποίου έβαζαν φωτιά και το κρατούσαν για να φωτίζει τη νύχτα, δάδα
- Κατάσταση μέθης. "έγινα δαυλός οψάργας στα κανίσκια"