Δείτε επίσης: υποδαυλίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδαυλίζω < συν- + δαυλός + -ίζω

συνδαυλίζω (παθητική φωνή: συνδαυλίζομαι / συδαυλίζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ανακατεύω ή ανακινώ τα ξύλα (σε τζάκι, σόμπα κ.λπ.), προκειμένου να δυναμώσω τη φωτιά
  2. (μεταφορικά) συμβάλλω στην ανάδειξη δυσάρεστων καταστάσεων, παθών κ.λπ.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία