πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σόμπα οι σόμπες
      γενική της σόμπας των σομπών
    αιτιατική τη σόμπα τις σόμπες
     κλητική σόμπα σόμπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σόμπα που καίει ξύλα
σόμπα που καίει κάρβουνα

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
σόμπα < ιαπωνική そば ή 蕎麦

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σόμπα ουδέτερο άκλιτο

  1. ιαπωνικά νουντλ από φαγόπυρο
  2. ιαπωνική ποικιλία φαγόπυρου (αντέχει σε φτωχό και κρύο έδαφος, όμως δεν είναι αποδοτικό όσο το σιτάρι)

Μεταφράσεις

επεξεργασία