σόμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σόμπα | οι | σόμπες |
γενική | της | σόμπας | των | σομπών |
αιτιατική | τη | σόμπα | τις | σόμπες |
κλητική | σόμπα | σόμπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- σόμπα < (άμεσο δάνειο) τουρκική soba < ουγγρική szoba (δωμάτιο) < παλαιά άνω γερμανική stuba < πρωτογερμανική *stubō (=δωμάτιο, καθιστικό, φούρνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σόμπα θηλυκό