↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαγόπυρο τα φαγόπυρα
      γενική του φαγόπυρου των φαγόπυρων
    αιτιατική το φαγόπυρο τα φαγόπυρα
     κλητική φαγόπυρο φαγόπυρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαγόπυρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Fagopyrum < λατινική fagus (φηγός) + αρχαία ελληνική πυρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαγόπυρο ουδέτερο

 
Fagopyrum esculentum

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία