Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φηγός οι φηγοί
      γενική της φηγού των φηγών
    αιτιατική τη φηγό τις φηγούς
     κλητική φηγέ φηγοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φηγός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φη‐γός
παρώνυμο: φυγάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φηγός θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φηγός αἱ φηγοί
      γενική τῆς φηγοῦ τῶν φηγῶν
      δοτική τῇ φηγ ταῖς φηγοῖς
    αιτιατική τὴν φηγόν τὰς φηγούς
     κλητική ! φηγέ φηγοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φηγώ
γεν-δοτ τοῖν  φηγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φηγός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φηγός, -οῦ θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία