μαυραγάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαυραγάνι | τα | μαυραγάνια |
γενική | του | μαυραγανιού | των | μαυραγανιών |
αιτιατική | το | μαυραγάνι | τα | μαυραγάνια |
κλητική | μαυραγάνι | μαυραγάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαυραγάνι < μεσαιωνική ελληνική μαυραγάνι[1] [2] < μαῦρος + ἄγανον < ελληνιστική κοινή ἄκᾰνος < αρχαία ελληνική ἀμαυρός + ἀκίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυραγάνι ουδέτερο
- (βοτανική) ποικιλία ολιγόσπερμου σιταριού, το μαυροσίταρο, που λέγεται έτσι επειδή το σπέρμα έχει μαύρο άγανο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαυραγάνι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μαυραγάνι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ μαυραγάνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)