άγανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άγανο | τα | άγανα |
γενική | του | άγανου & αγάνου |
των | άγανων & αγάνων |
αιτιατική | το | άγανο | τα | άγανα |
κλητική | άγανο | άγανα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άγανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄκανος, με επίδραση από το ἄγανον (ξύλον)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɣa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γα‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάγανο ουδέτερο
- (βοτανική) το άκρο του σταχυού (οι βελονοειδείς του απολήξεις)
- ≈ συνώνυμα: αθέρας, μουστάκια
- ※ Ο δρόμος μένει ελεύθερος και στεγνός, και ο παππούς με τον Ομίρ θερίζουν τη μεγαλύτερη σοδειά κριθάρι, και η Νίντα με τη μητέρα της ρίχνουν τους σπόρους μέσα σε καλάθια, κι ένα ζωηρό καθαρό αεράκι παίρνει το άγανο μακριά.
- Anthony Doerr (μτφ. Μυρτώ Καλοφωλιά), Νεφελοκοκκυγία, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2022, σελ. 54, ISBN 9786180700107
- (συνεκδοχικά) το μικρό και λεπτό ψαροκόκαλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία άκρο σταχυού
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άγανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- άγανο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)