ενικός πληθυντικός
arista aristas

  Ετυμολογία

επεξεργασία
arista < λατινική arista

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɾista/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arista (es) θηλυκό

  1. (γεωμετρία) ακμή
  2. άγανο



      ενικός         πληθυντικός  
arista ariste

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
arista < αρχαία ελληνική ἄριστος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ri.sta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arista (it) θηλυκό

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
arista < λατινική arista

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈri.sta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arista (it) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arista (la)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɾis.tɐ/ (Βραζιλία)
ΔΦΑ : /ɐˈɾiʃ.tɐ/ (Πορτογαλία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arista (pt) θηλυκό