arista
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
arista | aristas |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarista (es) θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
arista | ariste |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- arista < αρχαία ελληνική ἄριστος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarista (it) θηλυκό
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarista (it) θηλυκό
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarista (la)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarista (pt) θηλυκό