φιλέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιλέτο | τα | φιλέτα |
γενική | του | φιλέτου | των | φιλέτων |
αιτιατική | το | φιλέτο | τα | φιλέτα |
κλητική | φιλέτο | φιλέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική filetto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλέτο ουδέτερο
- τρυφερό και άλιπο κρέας από το εσωτερικό της σπονδυλικής στήλης του μοσχαριού και χοιρινού
- (συνεκδοχικά) κρέας πουλερικών ή ψαριού που δεν έχει κόκκαλο
- φιλέτο πέρκα
- (μεταφορικά) το καλύτερο κομμάτι
- έβγαλαν και οι παρατρεχάμενοι κάτι από τις μίζες, αλλά ο υπουργός πήρε το φιλέτο
- (αρχιτεκτονική) η διακόσμηση επιφάνειας με κατεργασμένα, επίπεδα και σχετικά λεπτά, υλικά όπως οι πλάκες