ενικός         πληθυντικός  
filet filets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

filet (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.lɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

filet (fr) αρσενικό

  1. το φιλέτο
  2. το δίχτυ
  3. η απόχη



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

filet (pl) αρσενικό