filet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
filet | filets |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfilet (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfilet (fr) αρσενικό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfilet (pl) αρσενικό