Ετυμολογία

επεξεργασία

άλιπος < α στερητικό + λίπος

  Επίθετο

επεξεργασία

άλιπος, η, ο

  • το μη λιπαρό, που δεν έχει καθόλου λίπος ή έχει ελάχιστο (π.χ. σε σύγκριση με άλλα τμήματα κρέατος από διάφορες περιοχές του σώματος των ζώων)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία