απόληξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόληξη | οι | απολήξεις |
γενική | της | απόληξης* | των | απολήξεων |
αιτιατική | την | απόληξη | τις | απολήξεις |
κλητική | απόληξη | απολήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόληξη < (ελληνιστική κοινή) ἀπόληξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόληξη θηλυκό
- το τμήμα ενός αντικειμένου που θεωρείται ότι είναι η άκρη του
- ※ Τρία πόδια (σπάνια τέσσερα) σχηματίζουν τη βάση η οποία στηρίζει ένα ψηλό στέλεχος, τον καυλό, (λατ. Scapus, σκάπος), στην απόληξη του οποίου διαμορφώνεται ο δίσκος ή πινάκιον ή πινακίσκιον ή σταγμοδόχη ανάλογα με τη μορφή της φωτιστικής πηγής την οποία προορίζεται να στηρίξει (Ιωάννης Κ. Μότσιανος, Φως ιλαρόν : ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2011, σελ. 285)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απόληξη