Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ending endings

ending (en)

  1. το τέλος, το τελευταίο μέρος μιας ιστορίας, ταινίας κτλ.
    ⮡  I was imagining a better ending for my story.
    Φανταζόμουν ένα καλύτερο τέλος για την ιστορία μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη end
  2. (γραμματική) η κατάληξη μιας λέξης
    ⮡  Why do some adverbs have two endings while others have only one?
    Γιατί τα επιρρήματα έχουν δυο καταλήξεις ενώ κάποια άλλα μόνο μία;

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ending (en)