ενικός         πληθυντικός  
awn awns

  Ετυμολογία

επεξεργασία
awn < μέση αγγλική awune < παλαιά νορβηγική ǫgn

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔːn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

awn (en)