ἄκανος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰκᾰνο- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἄκανος | οἱ | ἄκανοι | |
γενική | τοῦ | ἀκάνου | τῶν | ἀκάνων | |
δοτική | τῷ | ἀκάνῳ | τοῖς | ἀκάνοις | |
αιτιατική | τὸν | ἄκανον | τοὺς | ἀκάνους | |
κλητική ὦ! | ἄκανε | ἄκανοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκάνω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκάνοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄκανος < ἀκή/ἀκίς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄκανος (ᾰκᾰ) αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄκανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.