Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανανάς οι ανανάδες
      γενική του ανανά των ανανάδων
    αιτιατική τον ανανά τους ανανάδες
     κλητική ανανά ανανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ανανάς κομμένος στα δύο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανανάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική ananas < τούπι nanas (καλό φρούτο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανανάς αρσενικό

  1. (φυτό) τροπικό φυτό καταγόμενο από την Νότια Αμερική
  2. (φρούτο) ο καρπός αυτού του φυτού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία