ανανάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανανάς | οι | ανανάδες |
γενική | του | ανανά | των | ανανάδων |
αιτιατική | τον | ανανά | τους | ανανάδες |
κλητική | ανανά | ανανάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανανάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική ananas < τούπι nanas (καλό φρούτο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανανάς αρσενικό
- (φυτό) τροπικό φυτό καταγόμενο από την Νότια Αμερική
- (φρούτο) ο καρπός αυτού του φυτού
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ανανάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανανάς
|