τροπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τροπικός | η | τροπική | το | τροπικό |
γενική | του | τροπικού | της | τροπικής | του | τροπικού |
αιτιατική | τον | τροπικό | την | τροπική | το | τροπικό |
κλητική | τροπικέ | τροπική | τροπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τροπικοί | οι | τροπικές | τα | τροπικά |
γενική | των | τροπικών | των | τροπικών | των | τροπικών |
αιτιατική | τους | τροπικούς | τις | τροπικές | τα | τροπικά |
κλητική | τροπικοί | τροπικές | τροπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροπικός < αρχαία ελληνική τροπικός < τρόπος < τρέπω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tropique)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾo.piˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίατροπικός, -ή, -ό
- (γεωγραφία, αστρονομία) που σχετίζεται με τα ηλιοστάσια, τις τροπές του ήλιου
- (γεωγραφία) που σχετίζεται με τις χώρες γύρω από τον Ισημερινό ή αναφέρεται σ’ αυτές και τα χαρακτηριστικά τους (κλίμα, χλωρίδα κ.λπ.)
- (μουσική) που έχει σχέση με την τροπική μουσική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχετικός με τη γεωγραφική θέση
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τροπικός | η | τροπική | το | τροπικό |
γενική | του | τροπικού | της | τροπικής | του | τροπικού |
αιτιατική | τον | τροπικό | την | τροπική | το | τροπικό |
κλητική | τροπικέ | τροπική | τροπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τροπικοί | οι | τροπικές | τα | τροπικά |
γενική | των | τροπικών | των | τροπικών | των | τροπικών |
αιτιατική | τους | τροπικούς | τις | τροπικές | τα | τροπικά |
κλητική | τροπικοί | τροπικές | τροπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροπικός < τρόπος + -ικός < αρχαία ελληνική τρόπος < τρέπω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική modal[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾo.piˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίατροπικός, -ή, -ό
- (γραμματική) που έχει σχέση με τον τρόπο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον δηλώνει
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τροπικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)