τροπικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τροπικός < αρχαία ελληνική τροπικός < τρόπος < τρέπω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tropique)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾo.piˈkos/
Επίθετο 1Επεξεργασία
τροπικός, -ή, -ό
- (γεωγραφία, αστρονομία) που σχετίζεται με τα ηλιοστάσια, τις τροπές του ήλιου
- (γεωγραφία) που σχετίζεται με τις χώρες γύρω από τον Ισημερινό ή αναφέρεται σ’ αυτές και τα χαρακτηριστικά τους (κλίμα, χλωρίδα κ.λπ.)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχετικός με τη γεωγραφική θέση
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τροπικός < τρόπος + -ικός < αρχαία ελληνική τρόπος < τρέπω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική modal[1])
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾo.piˈkos/
Επίθετο 2Επεξεργασία
τροπικός, -ή, -ό
- (γραμματική) που έχει σχέση με τον τρόπο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον δηλώνει
- (μουσική) που έχει σχέση με την τροπική μουσική ή αναφέρεται σ’ αυτή
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.