πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροπικός η τροπική το τροπικό
      γενική του τροπικού της τροπικής του τροπικού
    αιτιατική τον τροπικό την τροπική το τροπικό
     κλητική τροπικέ τροπική τροπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροπικοί οι τροπικές τα τροπικά
      γενική των τροπικών των τροπικών των τροπικών
    αιτιατική τους τροπικούς τις τροπικές τα τροπικά
     κλητική τροπικοί τροπικές τροπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

τροπικός, -ή, -ό

  1. (γεωγραφία, αστρονομία) που σχετίζεται με τα ηλιοστάσια, τις τροπές του ήλιου
  2. (γεωγραφία) που σχετίζεται με τις χώρες γύρω από τον Ισημερινό ή αναφέρεται σ’ αυτές και τα χαρακτηριστικά τους (κλίμα, χλωρίδα κ.λπ.)
  3. (μουσική) που έχει σχέση με την τροπική μουσική ή αναφέρεται σ’ αυτή

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

τροπικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. τροπικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)