modal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmodal (en)
- ελλειπτικός, τροπικός
- ⮡ modal verb - ελλειπτικό ρήμα
- ⮡ modal adverb - τροπικό επίρρημα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- English modal verbs στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmodal (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- modal (textile) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | modal | modaux |
θηλυκό | modale | modales |
Ετυμολογία
επεξεργασία- modal < μεσαιωνική λατινική modalis
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmodal (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmodal (fr)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- modal (textile) στη γαλλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- modal - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé