μοντάλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοντάλ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από την αγγλική modal κατά τη γαλλική προφορά του modal (Χρειάζεται επιβεβαίωση)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈdal/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ντάλ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοντάλ ουδέτερο άκλιτο
- πολύ μαλακό και απαλό ημισυνθετικό ύφασμα από πολτό φυσικού υλικού από δέντρο οξιάς επεξεργασμένο με μούλιασμα σε χημικές ουσίες