Ετυμολογία

επεξεργασία
βισκόζ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική viscose. Συγκρίνετε με το θηλυκό βισκόζη.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /viˈskoz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐σκόζ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βισκόζ ουδέτερο άκλιτο

  1. ύφασμα κατασκευασμένο από βισκόζη
    → δείτε επίσης τα υφάσματα ρεγιόν και μοντάλ
  2. (χημεία) → δείτε τη λέξη βισκόζη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • βισκόζΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)