βισκόζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βισκόζ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική viscose. Συγκρίνετε με το θηλυκό βισκόζη.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /viˈskoz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐σκόζ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβισκόζ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βισκόζ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)